Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυστεφὴς κάρα δάφνης

См. также в других словарях:

  • πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… …   Dictionary of Greek

  • πάγκαρπος — πάγκαρπος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών 2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.) 3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.) 4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»