-
1 πολυστεφής
πολυ-στεφής, ές, sehr bekränzt; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer -
2 πολυ-στεφής
πολυ-στεφής, ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.
См. также в других словарях:
πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… … Dictionary of Greek
πάγκαρπος — πάγκαρπος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών 2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.) 3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.) 4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από… … Dictionary of Greek